- άτερθε
- ἄτερθε(ν) (Α) [άτερ]1. πρόθ. άτερ*2. (ως επίρρ.) μακριά, χωριστά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄτερθε — ἄτερ without poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτερθ' — ἄτερθε , ἄτερ without poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάτερθε(ν) — ἀπάτερθε(ν) επίρρ. (Α) 1. χωριστά, χώρια 2. μακριά από κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άτερθε(ν) «χωριστά, μακριά»] … Dictionary of Greek